- τουρκόφωνος
- -η, -οαυτός που έχει ως γλώσσα του την τουρκική και όχι τη γλώσσα της εθνικότητάς του: Έλληνες μικρασιάτες τουρκόφωνοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουρκόφωνος — η, ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί ως μητρική του την τουρκική γλώσσα χωρίς να είναι Τούρκος (α. «τουρκόφωνοι πληθυσμοί» β. «τουρκόφωνες περιοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Περ … Dictionary of Greek
Ουιγούροι — Τουρκικός λαός, που πιθανόν να είναι ο ανατολικότερος κλάδος των αρχαίων Τούρκων. Κυριάρχησαν στην Κασγαρία από τον 10o έως τον 12o αι. και δέχτηκαν τον ισλαμισμό όπως και τα άλλα τουρκικά φύλα. Χρησιμοποιούσαν για τη γραφή, ακόμα και μετά τον… … Dictionary of Greek
Τάταροι — Oνομασία με την οποία χαρακτηρίστηκαν γενικά, κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στην Ευρώπη, όλοι οι πληθυσμοί μογγολικού κορμού της κεντρικής Ασίας, που ήταν τότε γνωστοί. Ο τρόμος που προκαλούσαν οι πληθυσμοί αυτοί ευνόησε τη μετατροπή του… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek